μπουγάζι

μπουγάζι
και μπογάζι, το (Μ μπουγάζι)
βλ. μπογάζι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπογάζι — και μπουγάζι, το (Μ μπογάζι και μπουγάζι) στενή θαλάσσια δίοδος, στενός πορθμός νεοελλ. 1. στενή διάβαση μεταξύ ορέων ή υψωμάτων, αλλ. δερβένι 2. συνεκδ. ρεύμα αέρα που σχηματίζεται από τέτοιες διαμορφώσεις τού εδάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • μπο(υ)γάζι — το ιού (λ. τουρκ.) 1. στενή θάλασσα ανάμεσα σε δύο στεριές, ο πορθμός: Το μπουγάζι του Βοσπόρου. 2. στενό πέρασμα ανάμεσα σε βουνά: Το μπουγάζι του Σαρανταπόρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίαυλος — (I) ο (ΑΝ) 1. στενή δίοδος, στενωπός, στενό 2. στενό που συνδέει δύο θάλασσες, πορθμός, μπουγάζι «οὗ δὴ στενὸν δίαυλον ᾤκισται πέτρας δεινὴ Χάρυβδις» (Ευρ. Τρωάδ.) νεοελλ. ναυτ. ελεύθερος χώρος ανάμεσα σε πεδία ναρκών αρχ. 1. αγώνισμα δρόμου… …   Dictionary of Greek

  • διέκπλους — ο (Α διέκπλους και διέκπλοος) [διεκπλέω] 1. διάβαση πλοίου, διάπλευση 2. λωρίδα θάλασσας που ενώνει δύο μεγαλύτερες θάλασσες, κανάλι, μπουγάζι αρχ. (για πολεμικές επιχειρήσεις) η διάσπαση τής εχθρικής γραμμής με επίθεση από τα νώτα …   Dictionary of Greek

  • μπογαζάρω — και μπουγαζάρω [μπογάζι] εισπλέω σε μπουγάζι με μεγάλη ταχύτητα …   Dictionary of Greek

  • Ρήχιος — Παραπόταμος του Στρυμόνα στη Μακεδονία. Δέχεται τα νερά που περισσεύουν από τη λίμνη Βόλβη και χύνεται στον Στρυμονικό Κόλπο, κοντά στο χωριό Σταυρός. Η δίοδος μέσα από την οποία κυλούν, τα νερά του Ρ. και του Στρυμόνα λέγεται Μπουγάζι Ρεντίνας,… …   Dictionary of Greek

  • δίαυλος — ο 1. στενό που συνδέει δύο θάλασσες, μπουγάζι, κανάλι. 2. αρχαίο αγώνισμα δρόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”